αμπυκάζω

αμπυκάζω
ἀμπυκάζω (Α)
περιδένω την κόμη, στεφανώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπυξ «διάδημα, ταινία για το δέσιμο τών μαλλιών»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμπυκασθέν — ἀμπυκάζω bind front hair aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπυκάζειν — ἀμπυκάζω bind front hair pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπυκάσαι — ἀμπυκά̱σᾱͅ , ἀμπυκάζω bind front hair fut part act fem dat sg (doric) ἀμπυκάζω bind front hair aor inf act ἀμπυκάσαῑ , ἀμπυκάζω bind front hair aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”